Πέμπτη επέτειος από την πτώση του Χόσνι Μουμπάρακ

Χρειάστηκε κάποιος καιρός -πάνω από δύο χρόνια- για να μπορέσω να σκεφτώ τι μας χτύπησε, τι συνέβη ανάμεσα στο ξεκίνημα της εξέγερσης, στις 25 Ιανουαρίου του 2011, και σ’ ένα πραξικόπημα -ελλείψει καλύτερης λέξης- στις 3 Ιουλίου του 2013. Τώρα όμως, με την απόσταση του χρόνου και κοιτώντας προς τα πίσω, συνειδητοποιώ ότι αυτό που για το οποίο δεν μίλησα ρητά -και γίνεται ολοένα και πιο φανερό στον οδοστρωτήρα της καταστολής και στην απόλυτη τρέλα των βασανιστηρίων και της κτηνωδίας- είναι για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του φόβου στη λειτουργία του συστήματος. Υπάρχει κάποιος λόγος που, στο διαβόητο στρατιωτικό καθεστώς του Πινοσέτ, χιλιάδες επί χιλιάδων εξαφανίστηκαν, ρίχτηκαν στις θάλασσες και πετάχτηκαν στην έρημο: Το καθεστώς τους φοβόταν, καθέναν από αυτούς ξεχωριστά, με τις σκέψεις του, τα όνειρά του και τις επιθυμίες του. Κάτι που, πρόσφατα, ακόμη και η Washington Post το έγραψε σωστά: Ο Σίσι δεν είναι Πινοσέτ, ήδη έναν χρόνο στην εξουσία και έχει αποδείξει ότι είναι πολύ χειρότερος.

Ο Πινοσέτ κράτησε 16 χρόνια, ο Σίσι ούτε κατά διάνοια δεν θα κρατήσει τόσο πολύ. Ο μηχανισμός που στήσει ροκανίζει την ίδια τη σύσταση της ζωής στην Αίγυπτο. Ιδέα δεν έχουμε τι θα έρθει μετά από αυτόν: Ένας φαύλος κύκλος από εσωτερικές διαμάχες; Ένας ακόμη πιο κτηνώδης δικτάτορας; Αυτό που ξέρουμε είναι ότι αυτό το θηρίο έχει πρόγονό του την αποικιοκρατία, και -με τη στήριξη των απανταχού δημοκρατιών- η νεο-αποικιοκρατία είναι το μικρόβιο από το οποίο τρέφεται. Όπως παρατήρησε πρόσφατα η Ursula LeGuin, στην ουσία έχουμε επιλέξει τον καρκίνο ως μοντέλο του κοινωνικού μας συστήματος. Η Αίγυπτος δεν είναι ένα «αποτυχημένο κράτος», δεν αποτελεί ανωμαλία, το αιγυπτιακό καθεστώς είναι το τέρας που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε από την αρχική απληστία για εξουσία και πόρους την εποχή της αποικιοκρατίας -μια πανοπλία που κληροδοτήθηκε στην τοπική ελίτ και αγκαλιάστηκε από αυτήν στις διάφορες εκφάνσεις της, από τον Νάσερ στον Μουμπάρακ και σήμερα στον Σίσι-, είναι το τέρας που εξακολουθεί να εκτρέφεται από τις αυτάρεσκες ελίτ που καλοδέχονται την εκμετάλλευση της πλειοψηφίας για τη διαιώνιση της χλιδάτης ζωή τους, και που κατάφερε να επιβιώσει λόγω της καταδυναστευμένης, απελπισμένης πλειοψηφίας, μέχρι τη μέρα που πάρα πολλοί είπαν «Όχι» και έκαναν κάτι γι’ αυτό. Έδωσαν μια μάχη ενάντια στο φόβο.

– – –

Έτρεχα και κρυβόμουν, μετά έτρεχα πάλι, σε χώρους οικείους. Με κυνηγούσαν, με πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο κάθε φορά. Ξέφυγα, αλλά μόλις την τελευταία στιγμή. Ήταν αναπόφευκτο ότι την επόμενη φορά δεν θα προλάβαινα, δεν θα ήμουν τόσο γρήγορος. Άρχισα να ιδρώνω έντονα, το σώμα μου βρισκόταν σε κατάσταση πανικού. Ξύπνησα για μια στιγμή μόνο και προσπάθησα στον ύπνο μου να τρέξω να κρυφτώ κάπου αλλού. Μου είπε ότι ήρθαν και χτυπούσαν την πόρτα, αλλά κανείς δεν ήταν στο σπίτι. Είχαν ξανάρθει άλλη μια φορά, ενώ εγώ έλειπα, και έκαναν ερωτήσεις. Ο άνθρωπος που μένει στον κάτω όροφο λέει ότι το διαμέρισμά μας παρακολουθείται. Τους νιώθω να σέρνονται και να βγαίνουν από τις χαραμάδες.

Δεν μπορείς να αποφύγεις τη συνάντηση με τον μηχανισμό της τρομοκρατίας αν έχουν διεισδύσει στον ψυχισμό σου. Έβρισκα δικαιολογίες μέσα μου για να μη βρίσκομαι στις πρώτες γραμμές, εκεί όπου η σύγκρουση είχε ζωτική σημασία. Ήξερα ότι έπρεπε να ριψοκινδυνεύω. Έτρεμα όταν περπατούσα στα σκοτεινά σοκάκια, πλησιάζοντας στις γραμμές των αστυνομικών με τις αλεξίσφαιρες στολές, τα όπλα και τους εκτοξευτές δακρυγόνων. Έχουν τσακώσει κάποιους από εμάς τους σε αυτούς τους δρόμους. Χιλιάδες είναι οι αγνοούμενοι. Αναρωτιέμαι πού να βρίσκονται. Αναρωτιέμαι πού είναι αυτοί που τους αναζητούν. Αναρωτιέμαι για πόσον καιρό ακόμη θα τους αναζητούν.

Πολλές φορές χώθηκα μέσα στο πλήθος για να αντισταθώ στην τρομοκρατία της αστυνομίας, χωρίς να το καταφέρνω πάντα. Παρά την επιθυμία, οι συνέπειες με στοίχειωναν, ήταν μια διαρκής εσωτερική πάλη. Βάζοντας τα σώματά μας στη γραμμή του πυρός, ο καθένας από εμάς ριψοκινδυνεύει να γίνει στόχος, μια σφαίρα στο στήθος, μια γκλομπιά στο κεφάλι, παγωμένα κελιά φυλακής, εξαφάνιση. Χωρίς αυτή τη συγκέντρωση σωμάτων, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα εξέγερσης.

Ο αγώνας ενάντια στα συναισθήματα βρίσκεται στον πυρήνα της βίαιης μάχης που ονομάζεται επανάσταση. Η απειλή των όπλων δεν είναι παρά το μέσο για έναν ευρύτερο σκοπό: Για τον έλεγχο της ίδιας της επιθυμίας. Είναι μια μάχη των εικόνων, λέξεων και συμβόλων. Η σωματική βία είναι το όπλο ενάντια στην επιθυμία, και η στρατηγική είναι το διαίρει και βασίλευε. Οι κρατικοί αξιωματούχοι θέλουν, πάνω απ’ όλα, να εμποδίσουν τη συσπείρωσή μας ενάντιά τους.

Καθένας από εμάς παίζει κάποιον ρόλο σ’ αυτή την ιστορία της τρομοκρατίας και της επιθυμίας. Ωστόσο, σπάνια μιλάμε ανοικτά για τα συναισθήματα που καθοδηγούν τις πλέον πολιτικές δράσεις μας. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι κανείς μας δεν παρατηρεί απλώς τα συναισθήματά του από μια άκρη.

Τρομοκρατία (1)

Ο Καρίμ πρωτοπήγε στην πλατεία στις αρχές του 2011, για να δει και να ακούσει τι συνέβαινε εκεί. Και τον Νοέμβριο του 2012, όταν τα πλήθη πολιόρκησαν το προεδρικό μέγαρο, ο 15χρονος Καρίμ βρισκόταν εκεί. Ένωσε το σώμα του με τα σώματα των άλλων που είχαν συγκεντρωθεί εκεί για να διαμαρτυρηθούν για τη μονοπώληση της εξουσίας από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, και για τις δολοφονίες και τους τραυματισμούς διαδηλωτών από την αστυνομία που υποτίθεται ότι θα τους προστάτευε. Εν ολίγοις, ο πρόεδρος Μοχάμεντ Μόρσι αντέγραφε την τυραννία του πρώην προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ. Όταν εμφανίστηκαν οι υποστηρικτές των Αδελφών Μουσουλμάνων ως αντιδιαδήλωση, η αστυνομία ενώθηκε μαζί τους, συντονίζοντας κάποιες φορές τις επιθέσεις τους, ή άλλες φορές παίζοντας το ρόλο του ουδέτερου διαμεσολαβητή ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα. Ένα βρώμικο παιχνίδι. Κάποια απ’ αυτές τις φορές, η αστυνομία στρίμωξε τον Καρίμ πυροβολώντας τον απανωτά τα πόδια. Μετά τον κτύπησαν στο δεξί πόδι του με τα γκλομπ τους μέχρι που η κνήμη του έσπασε στα δύο. Όταν κατάφερε τελικά να τηλεφωνήσει στην οικογένειά του, τους είπε ψέματα ότι είχε πάει να επισκεφτεί την αδελφή του και βρέθηκε μπλεγμένος στις συγκρούσεις ενώ επέστρεφε σπίτι. Οι γονείς του δεν είχαν ιδέα ερχόταν στην πλατεία Ταχρίρ από τις πρώτες μέρες της επανάστασης.

Η οικογένεια του Καρίμ ζει στο Bani Mohamed, σε μια εξαθλιωμένη πλευρά της συνοικίας Imbaba, όπου ο Καρίμ εργάζεται για έναν εργολάβο οικοδομών με αμοιβή 90 αιγυπτιακές λίρες τη βδομάδα [στμ: 100€≈880 αιγ.λιρ.]. Ο πατέρας του είναι ηλεκτρολόγος και δεν μπορεί να βρει μόνιμη δουλειά. Από τότε που ξεκίνησαν οι διαδηλώσεις, είναι πιο δύσκολο να βρεις δουλειά και οι οικογένειές ξοδεύουν μόνο για τα είδη πρώτης ανάγκης. Οι ηλεκτρολογικές εργασίες θεωρούνται κόστος που μπορεί να αποφευχθεί. Έτσι, με εξαίρεση τη σποραδική απασχόληση, ο πατέρας του Καρίμ περνάει τις μέρες του παρέα με τον ξάδελφό του στο καφενείο του δρόμου που μένουν. Η μητέρα του Καρίμ είναι έγκυος στο έβδομο παιδί και ανησυχεί ότι θα καταρρεύσει το ταβάνι στο μπάνιο του σπιτιού τους. Πληρώνουν ενοίκιο 60 αιγυπτιακές λίρες. Ο ιδιοκτήτης, ο οποίος προσπαθεί να τους διώξει για να βρει ενοικιαστές με μεγαλύτερο ενοίκιο, διπλασίασε το ενοίκιο στην αρχή της χρονιάς.

Όταν η οικογένειά του Καρίμ τον βρήκε τελικά σ’ ένα κεντρικό νοσοκομείο, η αστυνομία τον είχε δεμένο με χειροπέδες στο κρεβάτι του και δύο μεταλλικές βίδες συγκρατούσαν στη θέση του το δεξί του πόδι. Δεν άντεχαν οικονομικά το πήγαινε-έλα στο νοσοκομείο, κι έτσι ο Καρίμ περνούσε τις περισσότερες μέρες μόνος του. Σε μια επίσκεψή τους, ο αξιωματικός που φρουρούσε το δωμάτιό του είπε στη 13χρονη αδελφή του ότι θα τιμωρήσει τον Καρίμ αν αυτή δεν ενδώσει στις σεξουαλικές ορέξεις του. Μετά από μήνες διαδηλώσεων και δικών, όπου δικηγόροι από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στήριζαν αυτούς που είχαν συλληφθεί στο προεδρικό μέγαρο, ο Καρίμ αφέθηκε ελεύθερος και η υπόθεσή του μπήκε στο αρχείο. Μία από τις ΜΚΟ που είχαν παρέμβει κάλυψε τα ιατρικά του έξοδα, και ο Καρίμ -που κουτσαίνει ακόμη- άρχισε και πάλι να εργάζεται για τον εργολάβο οικοδομών. Η μητέρα του ανησυχεί διαρκώς ότι κάποια στιγμή οι αστυνομικοί θα ξανάρθουν να ψάξουν γι’ αυτόν.

Για πολλούς μήνες μετά την πτώση του Μουμπάρακ, η οικογένεια του Καρίμ δεν έβλεπε την αστυνομία. Αντ’ αυτής, στους δρόμους έκοβαν βόλτες οι بلطجية baltageya – οι κακοποιοί που είχε προσλάβει η αστυνομία. Όλοι ήξεραν ότι βρίσκονταν εκεί επειδή δεν βρισκόταν εκεί η αστυνομία. Η απουσία της αστυνομίας είχε σκοπό να καλλιεργήσει μια έντονη επιθυμία γιατο στοιχείο εκείνο που έλειπε από το συνηθισμένο περιβάλλον. Κατά τη διάρκεια μιας αντικαθεστωτικής διαμαρτυρίας στο Bani Mohamed, εξαφανίστηκε το σώμα ενός δολοφονημένου διαδηλωτή. Η μητέρα του Καρίμ δεν ήταν σίγουρη αν το απομάκρυνε η αστυνομία, ή αν το έκλεψαν κακοποιοί για να πουλήσουν τα όργανα στη μαύρη αγορά. Κάθε κακοποιός μπορούσε να είναι είτε ένας κοινός κακοποιός, είτε έναςκακοποιός της αστυνομίας. Και στις δύο περιπτώσεις, στόχος τους είναι η διείσδυση στην επιθυμία. Καλύτερα η γνωστή τρομοκρατία της ένστολης αστυνομίας, παρά η άγνωστη τρομοκρατία των απροσδιόριστωνκακοποιών της.

– – –

Το 1952, οι Ελεύθεροι Αξιωματικοί πήραν την εξουσία στην Αίγυπτο και ανακοίνωσαν τη διάλυση της βασιλικής αστυνομίας, κάτι που ενθουσίασε τον κόσμο. Με την πάροδο του χρόνου, αυτοί οι αξιωματικοί αντικατέστησαν τους παλιούς, και δημιουργήθηκαν τρεις νέες κρατικές οντότητες, που και οι τρεις ήταν κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση των ενοίκων τους – οι οποίοι είχαν εκπαιδευτεί από πράκτορες της CIA, από πρώην αξιωματούχους των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών, και από τη σοβιετική υπηρεσία πληροφοριών. Η Al-Mabahith al-‘Aama -το Τμήμα Γενικών Ερευνών- είναι η πραγματική δύναμη μέσα σε κάθε αστυνομικό τμήμα, κι έχει φακέλλους για όλους τους πολίτες που θεωρούνται ύποπτοι. Η Amn al-Dawla -η Κρατική Ασφάλεια- αποτελείται από μη ένστολους ασφαλίτες που στρατολογούν με τη βία πολίτες -οδηγούς λεωφορείων και ταξί, ιδιοκτήτες περιπτέρων και καφετεριών, και φύλακες κτιρίων- ώστε να είναι τα μάτια τους στον περιβάλλοντα χώρο. Η Al-Mukhabarat al-‘Aama -η Γενική Υπηρεσία Πληροφοριών- δημιουργείται με πρότυπο τη CIA και με σκοπό τη συλλογή μυστικών πληροφοριών για οικονομικά και πολιτικά θέματα, με ιδιαίτερη έμφαση στις απειλές από το εξωτερικό. Αυτά είναι τα θεμέλια ενός αστυνομικού κράτους. Το 1969, σ’ αυτό το οικοδόμημα προστέθηκαν και οι στρατηγοί του τότε προέδρου Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ, με τη δημιουργία της Amn al-Markazi -των Κεντρικών Δυνάμεων Ασφαλείας- για να αποφευχθεί η εικόνα καταστολής των εξεγέρσεων από άνδρες με στρατιωτικές στολές. Τα πρώτα λίγα χρόνια, όσοι στρατολογούνταν στις νεοσχηματισμένες Κεντρικές Δυνάμεις Ασφαλείας εκπαιδεύονταν από στρατιωτικούς.

Όταν δημοτικότητα του Νάσερ άρχισε να φθίνει, στους μήνες μετά την ανατροπή του βασιλιά Φαρούκ, ασφαλίτες έβαλαν έξι βόμβες στο κέντρο του Καΐρου για να εκφοβίσουν τον πληθυσμό και να κλείσουν το στόμα των αντικαθεστωτικών. Οι εκρήξεις είχαν άμεσο αποτέλεσμα. Ακόμα και άτομα που αντιμετώπιζαν επιφυλακτικά τους Ελεύθερους Αξιωματικούς, λόγω των εξουσιών που είχαν συγκεντρώσει στα χέρια τους, ένιωσαν ξαφνικά πως ήταν απαραίτητοι για την προστασία από κάποιον άγνωστο εχθρό. Οι στρατιωτικές δίκες των αντιφρονούντων θεωρήθηκαν δικαιολογημένες για να αποφευχθούν οι επιθέσεις από κάποιον εσωτερικό εχθρό, και η στρατιωτική διακυβέρνηση καθησύχαζε τη λαϊκή επιθυμία για ισχυρό έθνος.

Σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, η ιδέα της αστυνόμευσης πρωτοεμφανίστηκε κατά τη μετάβαση από μια μορφή κοινωνικής δομής σε μια άλλη. Στην Ευρώπη, οι ακτήμονες κέρδισαν την ανεξαρτησία τους μετά το τέλος της φεουδαρχίας, και δεν εξαρτώνταν πλέον από τους φεουδάρχες όσον αφορά την τροφή και την προστασία τους. Η αστυνόμευση των κοινοτήτων εμφανίστηκε στα αστικά κέντρα για να διατηρηθεί η αντίληψη της ευταξίας και να αποφευχθούν οι ταραχές. Στρατιώτες με φιλικές στολές ανέλαβαν το ρόλο των θρησκευτικών αρχών, προστατεύοντας τους κατοίκους των πόλεων τον ένα από τον άλλο. Η αστυνόμευση βρισκόταν στον πυρήνα των ομαδοποιήσεων μέσω των οποίων τα άτομα σχετίζονταν με τον κόσμο γύρω τους. Είναι σαν τον Λεβιάθαν, ένας θνητός θεός που μοιάζει αθάνατος, και τον οποίο οι άνθρωποι αποδέχονται με φόβο και με αντάλλαγμα την προστασία τους. Στην Αίγυπτο, μετά το πραξικόπημα, ο Νάσερ σύστησε μια επιτροπή για την κατάργηση της φεουδαρχίας, κάτι που έδωσε την ευκαιρία στην αστυνομία να επεκτείνει το δίκτυο ελέγχου της σε όλη την ύπαιθρο. Η κρατική τρομοκρατία ήταν το προαπαιτούμενο μιας λαϊκής προσδοκίας: Της δημιουργίας ενός σύγχρονου κράτους. Ένα αστυνομικό κράτος, απαραίτητο για την ύπαρξη του ίδιου του κράτους.

Τρομοκρατία (2)

Ο Μοχάμεντ γεννήθηκε με μια ουλή στο πρόσωπο. Πάντα γινόταν επεξεργασία στις φωτογραφίες ταυτότητας για να βελτιωθεί η εμφάνισή του. Λίγες μέρες μετά την πτώση του Μουμπάρακ, ο Μοχάμεντ επέστρεφε από τη δουλειά του λίγο μετά την ώρα έναρξης της απαγόρευσης κυκλοφορίας που είχαν επιβάλλει οι στρατιωτικοί, όταν μέλη κάποιας επιτροπής κατοίκων τον έσυραν έξω από ένα μίνι-μπας, τον χτύπησαν, και τον παρέδωσαν στους στρατιώτες σε ένα σημείο ελέγχου. Οι συλλήψεις από πολίτες ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 2011, και γίνονταν με εντελώς αυθαίρετο τρόπο. Άτομα σε θέσεις εξουσίας κατάφερναν συχνά να εκμεταλλεύονται αυτή τη ρευστότητα για δικό τους όφελος. Η σύλληψη του Μοχάμεντ ήταν ένα παράδειγμα της τυχαίας εφαρμογής της καταστολής, η οποία έρχεται σε αντίθεση -και κάνει πιο αποδεκτή- την πιο οργανωμένη καταστολή της αστυνομίας. Η ουλή του Μοχάμεντ τον μετέτρεψε σε κακοποιό, που κυκλοφορούσε έξω παρά την απαγόρευση κυκλοφορίας. Οι στρατιωτικοί τον πρωφυλάκισαν χωρίς να του επιτρέψουν να καλέσει δικηγόρο, ή έστω να τηλεφωνήσει στην οικογένειά του.

Οι σύντομες διαδικασίες των στρατοδικείων παρακάμπτουν τη νομική γραφειοκρατία, σε μια προσπάθεια να επιβάλλουν εκ νέου την παραπαίουσα εξουσία της. Οι στρατιωτικές δίκες αποτελούν μέρος του πολέμου των συναισθημάτων, είναι μάχες που δίνονται με όπλο το φόβο, αυξάνοντας το απρόβλεπτο μιας δηλωμένης απειλής: Την πιθανότητα πυροδότησης μιας βόμβας από έναν περαστικό, ή την πιθανότητα ο οποιοσδήποτε ηθικός πολίτης να μετατραπεί σε κριτή του μέλλοντός σου.

Κάποιος επισκέπτηςενός άλλου κρατούμενου τηλεφώνησε στις αδελφές του Μοχάμεντ και τους είπε τι είχε συμβεί. Θύμωσαν, ήξεραν ότι ο στρατός δεν είχε κανένα λόγο να τον κρατάει στη φυλακή. «Δεν θέλουμε να ζούμε με το φόβο, θέλουμε ελευθερία», ούρλιαξε η μεγαλύτερη αδελφή του. Η κράτηση του αδελφού τους δεν ταίριαζε με τις περίφημες υποσχέσεις των στρατηγών που κυβερνούσαν ότι θα επιστρέψει η τάξη στους δρόμους και θα βελτιωθεί η ζωή των ανθρώπων. Η ποινή του Μοχάμεντ ήταν ένα μήνυμα για την οικογένεια και τους γείτονές του, να ζουν υποταγμένοι και να μεγαλώσουν με τον ίδιο τρόπο και τις επόμενες γενιές. Τα αδέλφια του ζουν στη συνοικία Mansheyet Nasser, εκεί που κατοικούν πολλοί ρακοσυλλέκτες του Καΐρου, νότια ακριβώς από τη Νεκρόπολη, όπου οι οικογένειες ζουν σε ένα νεκροταφείο που διαρκώς εξαπλώνεται χωρίς σχέδιο. Η περιοχή είναι γνωστή για το λαθρεμπόριο ναρκωτικών και οργάνων: Είναι η περιοχή με τις μαφίες του Καΐρου, όπου η έννοια των δικαιωμάτων δεν υφίσταται και η ζωή των ανθρώπων αποκλειστικά και μόνο από τη δύναμη του καθενός.

Από τη φυλακή, ο Μοχάμεντ έγραψε στις αδελφές του ένα γράμμα σε χαρτί από πακέτα τσιγάρων, που μου το διάβασε ο αδελφός του. «Πολλές από τις οικογένειες των κρατουμένων που είναι εδώ μαζί μου δεν ξέρουν καν ότι βρίσκονται εδώ. Ελάτε γρήγορα σε επαφή μαζί τους για να προλάβουν πριν τους κλείσουν μέσα για 5 ή 10 χρόνια». Αυτό το γράμμα, όπως και άλλα, περιλάμβαναν λίστες με ονόματα και αριθμούς τηλεφώνων. Παρά τα κρυφά γράμματα, ο Μοχάμεντ καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλάκιση, όπως και δεκάδες χιλιάδες άλλοι.

Στις 6 Ιουνίου του 2010, οι αστυνομικοί Mahmoud Salah και Awad Ismail, χωρίς την υπηρεσιακή στολή τους, ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου έναν νεαρό άνδρα στο άπλετο φως της μέρας, στην είσοδο ενός κτιρίου στην Αλεξάνδρεια. Ο Khaled Saeed βρισκόταν σ’ ένα ίντερνετ-καφέ και αρνήθηκε να δώσει τα στοιχεία του σ’ έναν τυχαίο έλεγχο ταυτοτήτων. Η αστυνομία ισχυρίστηκε ότι πνίγηκε στην προσπάθειά του να κρύψει ένα σακουλάκι χασίς ενώ βρισκόταν υπό κράτηση.

Μερικές μέρες αργότερα, κάποια μητέρα ούρλιαξε σε μια πορεία, «Και τι έγινε αν κάπνιζε χασίς, γιατί τον σκοτώσατε;» Στην περίπτωση αυτή, το θάρρος της να φωνάξει κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο, ενώ το κακοποιημένο πρόσωπο αυτού του ανθρώπου πυροδότησε άλλη μια μάχη στον πόλεμο των συναισθημάτων. Τα αποδεικτικά στοιχεία χαράχτηκαν σε συνειδήσεις, και παρέκαμψαν την αυτολογοκρισία ενός πληθυσμού που πολύ συχνά επιλέγει να πνίξει την οργή του για αυτοπροστασία.

Παρά τις επικρατούσες κοινωνικές και θρησκευτικές νόρμες, η οικογένεια επέτρεψε την εκταφή και την επανεξέταση του κορμιού του δολοφονημένου γιου τους. Τα στοιχεία διέψευσαν τους ισχυρισμούς τού κράτους, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Στις 24 Νοεμβρίου 2013, η μεταβατική κυβέρνηση απαγόρευσε τις διαδηλώσεις χωρίς άδεια της αστυνομίας. Παρόλα αυτά, στις 2 Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς, κόσμος συγκεντρώθηκε για να διαμαρτυρηθεί για την πιθανή αθώωση των δολοφόνων. Μέσα σε πέντε λεπτά, η αστυνομία διέλυσε τη συγκέντρωση, συλλαμβάνοντας τέσσερα άτομα και εκδίδοντας ένταλμα σύλληψης για άλλα τρία άτομα, με την κατηγορία ότι ήταν από τους διοργανωτές της συγκέντρωσης.

Ένα μήνα αργότερα, το Ποινικό Δικαστήριο της Αλεξάνδρειας καταδίκασε τους δολοφόνους του Saeed σε δέκα χρόνια φυλάκιση για τα βασανιστήρια, αλλά όχι για φόνο. Οι ποινές αυτών των δύο αστυνομικών ήταν μια εξαίρεση: Από τις 25 Ιανουαρίου του 2011, εκατοντάδες αστυνομικοί έχουν κατηγορηθεί για εγκλήματα ενάντια σε απλούς ανθρώπους και έχουν αφεθεί ελεύθεροι. Ο νόμος έχει ένα πολύ μικρό περιθώριο ελιγμών στην κοινή αντίληψη, που αυτή ακριβώς τον νομιμοποιεί. Η περίπτωση του Saeed συμβόλιζε την εποχή του Μουμπάρακ, από την οποία κάθε νέο καθεστώς προσπαθούσε να αποστασιοποιηθεί, κι έτσι -μετά από χρόνια αδιαφάνειας- τα δικαστήρια έκαναν μια δημόσια επίδειξη αποκήρυξης της προηγούμενης πρακτικής της συνηθισμένης ασυλίας της αστυνομίας, καταδικάζοντας δύο χαμηλόβαθμους αστυνομικούς. Μερικές βδομάδες αργότερα, το ίδιο δικαστήριο καταδίκασε τους επτά διαδηλωτές που συνελήφθησαν για την παράνομη συγκέντρωση σε δύο χρόνια φυλάκισης. Σκοπός της τιμωρίας δεν είναι εκδίκηση, αλλά η τρομοκρατία, έγραψε ο Τόμας Χομπς σχεδόν 400 χρόνια πριν.

Τον Ιανουάριο του 2015, ο Πρόεδρος Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι τροποποίησε το Δίκαιο για τις Αστυνομικές Αρχές: Οι αστυνομικοί δεν θα δικάζονταν πλέον σε αστικά δικαστήρια, αλλά μόνον ενώπιον στρατιωτικού εισαγγελέα.

Τρομοκρατία (3)

Το χαμόγελο του Νάσερ διαπότιζε το δωμάτιο. Την πρώτη φορά που πήγα να τον επισκεφθώ, με περίμενε χαμογελώντας μέσα στο κόκκινο Φίατ του, έξω από το σταθμό του μετρό. Στις συζητήσεις που κάναμε τρώγοντας -φαγητά που ετοίμαζε η γυναίκα του, η Nahla-, καθώς και τότε που προσπαθήσαμε να μπούμε στο εργοστάσιο, το χαμόγελο σπάνια ξεθώριαζε. Αυτά συνέβαιναν τον Ιανουάριο του 2012. Τον Σεπτέμβριο ήταν ξαπλωμένος και ετοιμοθάνατος, ο καρκίνος τον κατέτρωγε. Μόλις και μετά βίας τον αναγνώρισα. Δεν υπήρχε ούτε μια τρίχα μαλλιών στο κεφάλι του, τα μάγουλά του είχαν βαθουλώσει, κι ολόκληρο το κορμί του είχε μαραθεί. Παρά τους πόνους που τον έκαναν να τραντάζεται, έγνεψε στη Nahla να μου φέρει κάτι να πιω, και μετά, για μια φευγαλέα στιγμή μονάχα, το χαμόγελό του ξαναφάνηκε.

Το 2004, ο πρωθυπουργός Atef Ebeid επέβλεψε την ιδιωτικοποίηση της αιγυπτιακής εταιρείας αμύλου και γλυκόζης (ESGC). Την πούλησε σ’ έναν κουβετιανό μεγιστάνα και στον ανιψιό ενός Αιγύπτιου, πρώην υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος ήταν επίσης γαμπρός του πρωθυπουργού. Ο Ebeid πούλησε τη δημόσια επιχείρηση πολύ κάτω από την αξία της, όπως ήταν η παγκόσμια πρακτική εκείνον τον καιρό: Κυβερνητικοί αξιωματούχοι έκλεισαν εκατοντάδες δημόσιες επιχειρήσεις, κερδίζοντας με κάθε συναλλαγή τεράστια ποσά από τις δωροδοκίες, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες έχαναν τις δουλειές τους. Το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα χορηγούσαν δάνεια σε χώρες όπως η Αίγυπτος, με την προϋπόθεση ότι η οικονομική πολιτική τους θα συμπεριλάμβανε τέτοιου τύπου ιδιωτικοποιήσεις, και με βάση τις συμβουλές της USAID [στμ: United States Agency for International Development – δήθεν οργάνωση «αρωγής», συνδεδεμένη με τηCIA] για τη διαδικασία των προσφορών και των πωλήσεων, ως μια μορφή αναπτυξιακής βοήθειας. Για τους επενδυτές, αυτό σήμαινε ότι μεγάλες εκτάσεις γης μπορούσαν να αποκτηθούν σε πολύ χαμηλές τιμές, εδραιώνοντας έτσι και τις σχέσεις τους μ’ αυτούς που βρίσκονταν στην εξουσία.

Οι νέοι ιδιοκτήτες της ESGC διόρισαν έναν πρώην υπουργό βιομηχανίας επικεφαλής του διοικητικού συμβουλίου για να συμβάλει στην ομαλοποίηση της διαδικασία. Προσέλαβε ως υπεύθυνους ασφαλείας μια ιδιωτική εταιρεία -την أمان Aman, που σημαίνει ασφάλεια-, η οποία ανήκε σ’ έναν απόστρατο στρατηγό της Κρατικής Ασφάλειας, για να εξαναγκάσουν τους εργαζόμενους να παραιτηθούν. Ο νόμος στην Αίγυπτο απαγορεύει τις απολύσεις εργαζόμενων μετά από ιδιωτικοποιήσεις, κι έτσι μια ιδιωτική εταιρεία ασφάλειας με ειδική αποστολή ήταν ένα απαραίτητο συστατικό της διαδικασίας.

Παράλληλα, το νεοδημιουργημένο γραφείο Τεχνικής Υποστήριξης, έκοψε τα επιδόματα όλων των εργαζόμενων και μετέφερε τον Νάσερ από τη θέση του λογιστή, στο γραφείο πωλήσεων, όπου του απαγορεύτηκε να ασχοληθεί με κάποιο από τα συνήθη καθήκοντά του. Όταν ρώτησε γι’ αυτή την αλλαγή, ο υπεύθυνος της Τεχνικής Υποστήριξης του απάντησε, «Αν δεν σας αρέσει η δουλειά σας, να φύγετε». Όταν Νάσερ διαμαρτυρήθηκε, η Τεχνική Υποστήριξη τον μετέφερε σε μια θέση στο τμήμα Βιομηχανικής Ασφάλειας, όπου ο πρώην στρατηγός του Τμήματος Ερευνών, ο Essam al-Deen Hafez, παρακολουθούσε την κάθε του κίνηση, ψάχνοντας το οποιοδήποτε λάθος του για να το αναφέρει. «Έτσι θα σε παρακολουθούμε όλη την ώρα, έως ότου επιλέξεις είτε να αυτοκτονήσεις είτε να φύγεις από το εργοστάσιο», είπε στον Νάσερ.

Το 2005, οι εργάτες οργάνωσαν μια καθιστική διαμαρτυρία ενάντια στις νέες συνθήκες εργασίας που επέβαλλαν οι ιδιώτες ιδιοκτήτες. Η απεργία τους έληξε γρήγορα, όταν κατέφτασαν οι δυνάμεις της Κρατικής Ασφάλειας, συνέλαβαν τον επικεφαλής της Ένωσης, τον βασάνισαν, και τον άφησαν ελεύθερο λίγες μέρες αργότερα. Οι εργαζόμενοι ESGC δεν διαμαρτυρήθηκαν ξανά μέχρι τον Φεβρουάριο του 2011. Εν τω μεταξύ, ενώ εξανάγκαζαν τους εργάτες έναν έναν να φεύγουν, οι νέοι ιδιοκτήτες πουλούσαν και τα μηχανήματα κομμάτι κομμάτι. Στόχος τους ήταν να πουλήσουν τη δαπανηρή έκταση γης δίπλα στον Νείλο όπου βρισκόταν το εργοστάσιο.

Μετά από τρία χρόνια παρενοχλήσεων, Νάσερ υποχώρησε. Ανησυχούσε εξαιτίας των απειλών των ασφαλιτών, παρότι ήταν μεταμφιεσμένοι σε ιδιωτική ασφάλεια. Φοβόταν επίσης ότι θα κατέληγε να πάρει ακόμη λιγότερα κι απ’ αυτάπου του πρόσφερε τότε η εταιρεία. Την 1η Οκτωβρίου 2007 υπέγραψε απρόθυμα τα χαρτιά παραίτησής του, και η έγκρισή τους έφθασε με φαξ μέσα σε μια ώρα. Έφυγε από την εταιρεία για μια ζωή χωρίς καμιά απολύτως εγγύηση, χωρίς εισόδημα, χωρίς υγειονομική περίθαλψη, χωρίς επιδόματα, πληρωμένες διακοπές, χωρίς καν την κοινότητα των συναδέλφων του. Ο Νάσερ είχε μια σύζυγο, μια πρώην σύζυγο, και έναν γιο να στηρίξει.

Η εταιρεία τον άφησε με μια μηνιαία σύνταξη 400 αιγ. λιρών κι ένα ποσό εφάπαξ. Αγόρασε το χρησιμοποιημένο κόκκινο Φίατ και άρχισε να εργάζεται ιδιωτικά ως οδηγός. Στη συνέχεια, τον Απρίλιο του 2010, ένας γιατρός του είπε ότι ο πόνος στο στομάχι που είχε όλα αυτά τα χρόνια δεν ήταν λοίμωξη, αλλά καρκίνος. Οι γιατροί της εταιρείας του χορηγούσαν πάντα μόνον παυσίπονα – στο κάτω κάτω, ήταν απλώς ένας κατώτερος υπάλληλος και δεν τον αντιμετώπιζαν με την ίδια προσοχή που αντιμετώπιζαν άλλους, πιο υψηλά ιστάμενους συναδέλφους του. Αναρωτιόταν αν είχαν υποψιαστεί ότι ήταν καρκίνος και του το απέκρυψαν, ή αν ήταν απλώς απρόσεκτοι. Μέχρι το καλοκαίρι του 2012, ο διαρκής πόνος είχε μετατραπεί σ’ ένα εξουθενωτικό ρίγος και δεν μπορούσε πια να βγαίνει από το σπίτι του. Απότομα, ο πόνος έγινε πιο δυνατός και δυσκολευόταν να καταπιεί, μετά ακόμη και να αναπνεύσει. Πούλησε το αυτοκίνητο για να καλύψει τις ιατρικές δαπάνες του. Κατόπιν, ο καρκίνος εξαπλώθηκε στη μια πλευρά του εγκεφάλου του. Δεν μπορούσε πια να κλείσει το δεξί του μάτι. Το κορμί του μαράθηκε.

Στις αρχές Φεβρουαρίου του 2011, ο Νάσερ είχε πάει στην πλατεία Ταχρίρ για μερικές νύχτες. «Αυτές ήταν από τις πιο όμορφες μέρες της ζωής μου. Οι άνθρωποι ήταν διαφορετικοί. Οι άνθρωποι φρόντιζαν ο ένας τον άλλον, συνεργάζονταν». Την Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013, ο Νάσερ πέθανε. Τον αγαπούσα.

Τον Απρίλιο του 2014, η μεταβατική κυβέρνηση ενέκρινε έναν νέο νόμο για τις επενδύσεις, σύμφωνα με τον οποίο δεν έχουν δικαίωμα να παρεμβαίνουν τρίτοι στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της κυβέρνησης με τους ξένους επενδυτές. Όλες οι μηνυτήριες αναφορές που είχαν καταθέσει ο Νάσερ και οι συνάδελφοί του πήγαν χαμένες.

Ο Νάσερ δεν αποτελούσε εξαίρεση σε ένα σύστημα όπου οι άνθρωποι έχαναν τον ζωτικό τους χώρο. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι μια καθημερινή πραγματικότητα. Η σταθερότητα για την οποία μιλάει το κράτος, είναι η καθημερινή τρομοκρατία που σκότωσε αδίσταχτα τον Νάσερ.

Οι ρίζες του θανάτου του πάνε πίσω στον Ιανουάριο του 1977. Η μείωση των επιδοτήσεων ήταν μέρος της νέας οικονομικής πολιτικής του τότε προέδρου Ανουάρ αλ Σαντάτ και συμπεριλαμβανόταν στις απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση δανείου από την Παγκόσμια Τράπεζα. Επειδή τα ημερομίσθια ήταν τόσο χαμηλά, οι άνθρωποι αναγκάζονταν να ζουν με επιδοτούμενα τρόφιμα. Στις 17 Ιανουαρίου του 1977, οι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους, συγκρούστηκαν με την αστυνομία, και επιτέθηκαν σε κρατικά κτίρια, ξενοδοχεία και βίλες της ανώτερης τάξης. Οι διαδηλωτές πήραν εκδίκηση για τη χρόνια καταστολή της αστυνομίας,η οποία ταυτόχρονα φύλαγε την περιουσία των πλούσιων. Οι αστυνομικοί ήταν οι πιο εμφανείς υποστηρικτές της αυξανόμενης απόστασης της κοινωνίας των φτωχών που αποτελούσαν την πλειοψηφία, απότις πλούσιες ελίτ. Μια εξιστόρηση των γεγονότων λέει ότι ενώ οι ντόπιοι διαδήλωναν προχωρώντας προς την ιδιωτική κατοικία του Σαντάντ στην Άνω Αίγυπτο, ο Σαντάτ δραπέτευσε με ελικόπτερο της αστυνομίας στο αεροδρόμιο, έχοντας ως σχέδιο έκτακτης ανάγκης τη φυγή του στο Ιράν, όπου ήταν καλοδεχούμενος από τον Σάχη. Μόνον αφότου ο Σαντάτ ανακάλεσε τις αυξήσεις των τιμών, οι στρατηγοί έβγαλαν τον στρατό στους δρόμους για να βοηθήσει τις παραπαίουσες Κεντρικές Δυνάμεις Ασφαλείας. Μερικοί λένε ότι ανησυχούσαν μήπως οι στρατιώτες ενώνονταν με τους διαδηλωτές, καθώς οι αυξήσεις των τιμών επηρέαζαν κι αυτούς και τις οικογένειές τους. Ακόμα κι όταν οι επιδοτήσεις αποκαταστάθηκαν, οι ταραχές συνεχίστηκαν σε μερικές γειτονιές.

Τους επόμενους μήνες, οι προφυλακισμένοι ακτιβιστές της μεσαίας τάξης αφέθηκαν γρήγορα ελεύθεροι, αλλά τα δικαστήρια δίκασαν εκατοντάδες Αιγύπτιους των χαμηλότερων τάξεων για πράξεις βανδαλισμού. Ο πρόεδρος επέβαλλε τελικά πολλές από τις σχεδιαζόμενες περικοπές των επιδοτήσεων, αλλά σταδιακά.

Τρομοκρατία (4)

Τη μια στιγμή, η Βίβιαν κρατούσε το χέρι του, και την επόμενη το τανκ συνέθλιψε τον αρραβωνιαστικό της, τον Μάικλ, δέκατα του δευτερολέπτου αφότου αυτός την είχε σπρώξει μακριά από το μονοπάτι του θανάτου. Κατά τη διάρκεια των φρικαλεοτήτων της 9ης Οκτωβρίου του 2011, οι διαδηλωτές μετέφεραν τους τραυματίες και τους νεκρούς στο νοσοκομείο των Κοπτών στην οδό Ramses, προσπαθώντας να τους προφυλάξουν από τις επιθέσεις. Το νοσοκομείο μετατράπηκε σε φρούριο, κανένας άγνωστος δεν μπορούσε να μπει.

Η διαδήλωση είχε ξεκινήσει με τον τρόπο που ξεκινούσαν και πολλές άλλες διαδηλώσεις: Το πλήθος που βρισκόταν συγκεντρωμένο σε κάποια πλατεία αποφάσιζε να κινηθεί. Είχαν λόγο να είναι θυμωμένοι. Επτά μήνες μετά την ανατροπή του Μουμπάρακ, η στρατιωτική χούντα -αυτή που ασκούσε de facto την εξουσία- δεν είχε κάνει τίποτα για την προστασία της μειονότητας των Κοπτών. Αυτή τη φορά, κάποιοι είχαν καταστρέψει ένα τμήμα της εκκλησιαστικής περιουσίας, και μέλη της χριστιανικής κοινότητας είχαν ξεκινήσει μια καθιστική διαμαρτυρία μπροστά από το Maspero -το κτίριο του εθνικού τηλεοπτικού δικτύου- ενάντια σ’ αυτή τη διάκριση σε βάρος τους. Τη νύχτα πριν από τη μέρα της διαδήλωσης, ασφαλίτες επιτέθηκαν και διέλυσαν την καθιστική διαμαρτυρία. Πριν οι διαδηλωτές φθάσουν στο Maspero, ελεύθεροι σκοπευτές άρχισαν να πυροβολούν. Κάποιοι διαδηλωτές έπεσαν νεκροί από τους πυροβολισμούς, και άλλοι έχασαν τη ζωή τους όταν εμφανίστηκε ο στρατός με θωρακισμένα οχήματα, που άρχισαν να τρέχουν σαν τρελά ανάμεσα στο πλήθος, τραυματίζοντας και συνθλίβοντας τον κόσμο.

Η τηλεπαρουσιάστρια έφτιαξε τα μαλλιά της. Ο τεχνικός ήχου μετακίνησε ελαφρώς το μικρόφωνό της ώστε η φωνή της να ακούγεταικαθαρά. Ξεκίνησε με μια αναφορά στην 6η Οκτωβρίου του 1973, μια ημερομηνία που αποτελεί έναν από τους θεμελιώδεις μύθουςτου σύγχρονου αιγυπτιακού έθνους-κράτους.

«Αυτές τις μέρες έπρεπε να γιορτάζουμε εκείνη την ένδοξη νίκη, να θυμόμαστε τον αγώνα και το πώς ο αιγυπτιακός λαός στάθηκε με ομοψυχία, ο ένας δίπλα στον άλλο, εκείνες τις ευλογημένες μέρες. Αλλά αυτό που συνέβη -και συνεχίζεται μέχρι κι αυτή τη στιγμή- μπροστά από το κτίριο της τηλεόρασης, θα αλλάξει τα πάντα. Τι συμβαίνει στην Αίγυπτο; Ποιον ωφελούν αυτά τα γεγονότα;»

Η εικόνα φεύγει από την τηλεπαρουσιάστρια και δείχνει θολά πλάνα από έναν σκοτεινό δρόμο, σε πλήρη αντίθεση με τη σαφήνεια του λέξεων που μόλις είχαν ακουστεί.

«Πώς μπορεί κάποιος να έχει την ψυχική αντοχή να κάνει κάτι τέτοιο στο έθνος μας;»

Κοντοστάθηκε. Η φωνή της τρεμούλιασε.

«Μέχρι τώρα, τρεις νεκροί μάρτυρες και είκοσι τραυματίες, όλοι από τις τάξεις του στρατού. Και από ποιον; Όχι από τα χέρια Ισραηλινών ή κάποιου άλλου εχθρού, αλλά από τα χέρια μιας ομάδας παιδιών του έθνους. Αυτός ο στρατός, που υφίσταται τώρα όλα αυτά, στάθηκε στο πλευρό της επανάστασης και αρνήθηκε να ρίξει έστω και μία σφαίρα σε κάποιο παιδί του αιγυπτιακού λαού. Και σήμερα διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν κάποιοι που πυροβολούν στους γιους του στρατού. Δεν έχει σημασία ποια είναι τα αιτήματά τους κι αν είναι νόμιμα ή όχι. Έχουν όμως το δικαίωμα να βάλουν φωτιά σ’ ένα ολόκληρο έθνος; Πού βρίσκονται τώρα οι σοφοί του έθνους ώστε να ακούσουμε τη φωνή της λογικής; Λυπηθείτε την Αίγυπτο, για όνομα του Θεού! Έχουμε αντέξει πολλά, αλλά τώρα πρέπει να μάθουμε να αντέχουμε κι άλλα και να θυσιαζόμαστε για το καλό της Αιγύπτου».

Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του λογυδρίου φαινόταν ένα σταθερό πλάνο από μία και μοναδική κάμερα. Έμοιαζε να υπονοεί ότι ο σκοτεινός δρόμος θα μπορούσε να είναι το επακόλουθο μιας σφαγής. Τα ψέματα της προπαγάνδας είχαν εμποτίσει μια κατά τα άλλα συνηθισμένη σκηνή.

Οι πολιτικές μάχες είναι μάχες ρητορικής, νοητικές μάχες, μάχες βούλησης, μάχες ψευδαίσθησης ενάντια σε ψευδαίσθηση, φαντασίας ενάντια σε φαντασία. Η φωνή που μας μιλάει ορίζει έναν εχθρό και μας καθησυχάζει. Η φωνή έχει τη δύναμη να κατασκευάσει συναίνεση για τη χρήση τρομοκρατικών πρακτικών. Είναι ο θάνατος, με γλυκιά επικάλυψη. Στοιβάζει τον ένα μύθο πάνω στον άλλο: «ο στρατός, εξ ονόματος του λαού, επέστρεψε νικηφόρος από τη μάχη του ενάντια στον ξένο κατακτητή του Σινά το 1973», και «ο στρατός στις μέρες μαςστάθηκε δίπλα στο λαό από την αρχή αυτής της εξέγερσης». Καμία αναφορά στην ανατροπή της κατάστασης από τον εχθρικό στρατό λίγες μόνο μέρες αργότερα, καμία αναφορά στα πεσμένα κορμιά στους δρόμους, που είχαν γίνει κόσκινο από τα πυρομαχικά του στρατού. Οι ατάκες περί υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας, του θρησκεύματος και του έθνους είναι ζωτικής σημασίας για την τροφοδότηση του εθνικιστικού μύθου της συλλογικής ταυτότητας.

Τρομοκρατία (5)

Όταν γνώρισα τον Μ, ανακάλυψα ότι είχε βγει από το διαμέρισμά του μόνο και μόνο επειδή δεν ήθελε να αρνηθεί την πρόσκλησή μου. Δεν είχε άδεια παραμονής στην Αίγυπτο. Είχε δοκιμάσει τα πάντα, είχε φτάσει στο σημείο να ψάξει πώς θα μπορούσε να δωροδοκήσει τον υπεύθυνο υπάλληλο. Αλλά ούτε αυτό μπορούσε να κάνει. Ο αδελφός του που ζούσαν μαζί κατέφυγε στην Ιορδανία, προσπαθώντας να ξεφύγει από τους ασφυκτικούς περιορισμούς του Καΐρου. Αλλά ο M ήθελε να συνεχίσει την προσπάθεια να βρει έναν τρόπο για να φτάσει σ’ έναν ασφαλέστερο τόπο. Μετά από δυόμισι χρόνια στη χώρα, μιλούσε αρκετά καλά τα αιγυπτιακά και μπορούσε να κρύβει τη συριακή προφορά του.

Ο M κατάγεται από την Νταράα, κι εκεί έλαβε μέρος στο ξεκίνημα της συριακής εξέγερσης ενάντια στο καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσαντ. Τον Απρίλιο του 2011 βιντεοσκοπούσε την πολιορκία της πόλης του όταν ένας στρατιώτης τον πυροβόλησε. Η σφαίρα διαπέρασε τη δεξιά πλευρά του προσώπου του και του έσπασε το σαγόνι. Λίγο πιο κοντά στη σπονδυλική στήλη του, και θα έπεφτε νεκρός. Για μήνες δεν μπορούσε να φάει και με δυσκολία μπορούσε να πίνει. Όσα νοσοκομεία στη Συρία εναντιώνονταν στο καθεστώς δεν ανεφοδιάζονταν καλά, ούτε είχαν επαρκές προσωπικό. Τρεις εβδομάδες αργότερα, παρά τους πόνους και τον κίνδυνο, ο Μ ταξίδεψε στην Αίγυπτο προς αναζήτηση θεραπείας. Μέσω ενός φίλου του κατάφερε να έρθει σε επαφή μ’ έναν γιατρό και άρχισε η ανάρρωσή του.

Αυτά συνέβαιναν το καλοκαίρι του 2011, όταν οι περισσότεροι Αιγύπτιοι ταυτίζονταν με τον αγώνα των Σύριων. Αυτά συνέβαιναν πριν η συριακή εξέγερση μετατραπεί σχεδόν εξ ολοκλήρου σε ένα πεδίο ανταγωνισμού εξωτερικών δυνάμεων. Στην Αίγυπτο, φίλοι φίλων φιλοξενούσαν τον Μ, γιατροί και οι νοσοκόμοι πρόσφεραν στήριξη σε Σύριους, συχνά μάλιστα δωρεάν. Δύο χρόνια αργότερα, η κατάσταση είχε αλλάξει δραματικά.

Τις βδομάδες πριν τις 30 Ιουνίου του 2013, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που ήταν ενάντια στους Αδελφούς Μουσουλμάνους τόνιζαν μία μία όλες τις αποτυχίες της ανεπιθύμητης γι’ αυτά κυβέρνησης. Ενώ η Αδελφότητα απλώς διατήρησε τους βάναυσους και εκμεταλλευτικούς κρατικούς μηχανισμούς που κληρονόμησε, τα ιδιωτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης παρουσίαζαν την τυραννία των αρχών σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ πριν. Κάθε διακοπή ρεύματος, νερού και έλλειψη βενζίνης, καθώς και κάθε πλάνο βίας υποστηριχτών της Αδελφότητας ενάντια σε αντικυβερνητικούς διαδηλωτές, χρησιμοποιούνταν για να τροφοδοτήσει την ολοένα και πιο έντονη προπαγάνδα ενάντια στην Αδελφότητα. Παρουσιαστές τηλεόρασης, οι οποίοι είχαν καταδικάσει τους διαδηλωτές της 25ης Ιανουαρίου, τώρα καλούσαν τον κόσμο να συμμετάσχει στις διαδηλώσεις της 30ης Ιουνίου κατά του προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι.

Μια πολιτική καμπάνια που ονομάστηκε Tamarod -που σημαίνει εξέγερση- είχε αρχίσει να εμφανίζεται δυναμικά στους δρόμους, ζητώντας την ανατροπή της κυβέρνησης της Αδελφότητας και νέες εκλογές. Η χρησιμότητα της Tamarod γρήγορα κίνησε την προσοχή των επικεφαλής των διαφόρων μηχανισμών αστυνόμευσης, οι οποίοι στήριξαν αθόρυβα το κίνημα απλώς και μόνο μην εμποδίζοντας τις δραστηριότητές του. Τα πλήθη της 30ης Ιουνίου νομιμοποίησαν τους στρατηγούς να προχωρήσουν στο πραξικόπημά τους στις 3 Ιουλίου του 2013.

Σε μια συνέντευξή του σε τοπική εφημερίδα στις 5 Ιουλίου, ένας βετεράνος των μαχών της 6ης Οκτωβρίου δήλωσε ότι το πνεύμα της 6ης Οκτωβρίου είχε επιστρέψει για πρώτη φορά στην Αίγυπτο με την επανάσταση της 30ης Ιουνίου. Τα λόγια του επεδίωκαν να δημιουργήσουν νέα εθνικά ορόσημα, θάβοντας στο σκοτάδι της ιστορίας την 25η Ιανουαρίου.

Στις 9 Ιουλίου του 2013, ένας εκπρόσωπος του στρατού εμφανίστηκε στην κρατική τηλεόραση κατηγορώντας Σύριους και Παλαιστίνιους μαχητές ότι άνοιξαν πυρ ενάντια στο στρατό για να υπερασπιστούν μια καθιστική διαμαρτυρία υποστηριχτών της Αδελφότητας, η οποία έληξε με το θάνατο πενήντα ενός αμάχων. Παρουσιαστές της τηλεόρασης άρχισαν να αναφέρουν τους Σύριους και τους Παλαιστίνιους ως υποστηριχτές της Αδελφότητας και αντιπάλους του αιγυπτιακού στρατού. Την ίδια ακριβώς μέρα, οι αιγυπτιακές αρχές έστειλαν πίσω δύο αεροπλάνα με επιβάτες από τη Συρία, εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή κλειστών συνόρων ανάμεσα στις δύο χώρες. Στις 16 Ιουλίου, ο Tawfiq Okasha -ένας δημοφιλής παρουσιαστής της τηλεόρασης, που κάποιοι τον θεωρούν φερέφωνο των αιγυπτιακών υπηρεσιών ασφαλείας- ούρλιαζε ότι σε κάθε γειτονιά οι Σύριοι και οι Παλαιστίνιοι πρέπει να εκδιωχθούν από τα σπίτια τους. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια σφοδρή επίθεση ενάντια στους πρόσφυγες σε ολόκληρη τη χώρα. Πολλοί Σύριοι, που τους εντόπιζαν τα μπλόκα της αστυνομίας, συλλαμβάνονταν και προφυλακίζονταν, έως ότου να καταφέρουν να πληρώσουν το εισιτήριο επιστροφής στη χώρα τους. Με μια μόνο φράση αυτού του ανθρώπου με στρατιωτική στολή, οι Σύριοι μετατράπηκαν από συναγωνιστές-επαναστάτες σε κακοποιούς.

Οι υποψίες δεν στρέφονταν μόνον ενάντια στους ξένους. Η αστυνομία έφτιαξε μια τηλεφωνική γραμμή, όπουοι πολίτες μπορούσαν να αναφέρουν οποιονδήποτε έκριναν ότι δρούσε αντιπατριωτικά, οποιονδήποτε εμπλεκόταν σε ασυνήθιστες δραστηριότητες, οποιονδήποτε θεωρούσε περίεργο αυτός που καλούσε. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν μια κλήση από έναν ανήσυχο γείτονα, και η αστυνομία μετέτρεπε μια ιδιωτική κατοικία σε μια σκηνή εγκλήματος. Φερέγγυοι ιδιοκτήτες καφετεριών ανέφεραν γνωστούς πελάτες τους που υποτίθεται ότι είχαν συμμετάσχει σε διαδηλώσεις στο παρελθόν, διάφοροι κήρυκες έλεγαν στο ακροατήριό τους να καταδώσουν τους/τις συζύγους τους αν δρούσαν αντιπατριωτικά, μια μητέρα κλήθηκε να υποβάλλει αναφορά σχετικά με την πολιτική δραστηριότητα του γιου της. Ο εχθρός ήταν στο εσωτερικό, και όλοι έπρεπε να τον σταματήσουν για το καλό του έθνους. Αναρίθμητοι διαδηλωτές της εξέγερσης της 25ης Ιανουαρίου έκαναν το πατριωτικό καθήκον τους, ζητώντας να τιμωρηθεί ή να φυλακιστεί κάθε μέλος της Αδελφότητας. Αυτό το περιβάλλον καχυποψίας επέτρεψε στην αστυνομία να κάνει αυθαίρετες συλλήψεις, πιάνοντας ειδικά εκείνους για τους οποίους υπήρχαν αναφορές ότι είχαν συμμετάσχει σε διαδηλώσεις, και προφυλακίζοντας δημοσιογράφους ή ακόμη και περαστικούς κατά την κρίση της.

Σε μια ομιλία του που μεταδόθηκε από την τηλεόραση στις 24 Ιουλίου, ο στρατηγός Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι ανέφερε για πρώτη φορά τη λέξη τρομοκρατία.

«Σας ζητώ να βγείτε στους δρόμους, ώστε να δείξετε σε όλη την υφήλιο τη δύναμη της θέλησής σας, και την επιθυμία σας -σε περίπτωση που η βία και η τρομοκρατία επανέλθουν- να εξουσιοδοτήσετε το στρατό σας και την αστυνομία σας να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να αντιμετωπίσει αυτή τη βία και αυτή την τρομοκρατία».

Ο Σίσι ήταν μέλος του Ανώτατου Συμβουλίου των Ενόπλων Δυνάμεων, και ήταν ένας από τους στρατηγούς που είχαν κυβερνήσει τη χώρα στο διάστημα που μεσολάβησε από την ανατροπή του Μουμπάρακ έως την προεδρία του Μόρσι. Στη διάρκεια της θητείας του, ο Μόρσι ήταν υπεύθυνος για τις επαφές των στρατιωτικών με την ηγεσία Αδελφότητας. Με τη βοήθεια του ενορχηστρωμένου πλήθους που βγήκε στους δρόμους στις 30 Ιουνίου, έγινε ο πιο ισχυρός άνθρωπος στην Αίγυπτο.

Στις 26 Ιουλίου του 2013, πλήθη κόσμου γέμισαν όλο χαρά τους δρόμουςγια να εξουσιοδοτήσουν τους στρατιώτες του Σίσι και τους αστυνομικούς να ασκήσουν κάθε είδους βία για να τους προστατεύσουν. Στις 14 Αυγούστου, οι στρατιώτες σκότωσαν πάνω από 1000 άτομα που διαδήλωναν υπέρ της Αδελφότητας, τραυματίστηκαν ακόμη περισσότερους, και συνέλαβαν όποιον βρισκόταν κοντά στον τόπο της διαμαρτυρίας. Δεν γνωρίζουμε τους πραγματικούς αριθμούς. Τα νεκρά κορμιά τοποθετήθηκαν σε σειρές μέσα στα τζαμιά.

Τα πλήθη έπαιξαν το ρόλο τους, προσφέρθηκαν εθελοντικά, έκαναν παρακολουθήσεις, έκαναν αναφορές για τους γείτονές τους, ενώ -την ίδια φασιστική περίοδο- οι φιλελεύθεροι υπουργοί και οι διανοούμενοι-ανδρείκελα που είχαν διορίσει οι στρατιωτικοί υπηρέτησαν αυτή την τρομοκρατία, ως λουλούδια στο πέτο των στρατιωτών.

Στις 6 Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς, μια ομάδα Σύριων απέπλευσε από τη βόρεια ακτή της Αιγύπτου για να ξεφύγουν από αυτή την πραγματικότητα. Το αιγυπτιακό ναυτικό τους κυνήγησε, η αποστολή του ήταν να προστατεύσει την Ευρώπη-φρούριο από τους ανεπιθύμητους επισκέπτες. Καθώς το σκάφος άρχισε να βυθίζεται, τις τελευταίες ανάσες του θανάτου τις απαθανάτισαν οι κάμερες και τα κινητά τηλέφωνα των μελών της ακτοφυλακής. Ένα πέπλο σιωπής κάλυψε τις αναφορές γι’ αυτό το περιστατικό, ένας σιωπηρός πανηγυρισμός για τον θάνατο αυτών που ήταν απειλές για το έθνος. Κάποιοι από τους νεότερους ανάμεσά τους ήταν επτά και εννέα, έντεκα και δεκατεσσάρων ετών.

Τις πρώτες πρωινές ώρες της μέρας των Χριστουγέννων του 2013, μια βόμβα εξερράγη στο αρχηγείο της αστυνομίας στη Μανσούρα, την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Αιγύπτου. Σε μια ακόμη ομιλία του με καθησυχαστικά, καθημερινά λόγια, ο Σίσι είπε:

«Απαιτήσατε να μπορείτε να επιλέγετε ελεύθερα και να ζείτε με ασφάλεια σε μια πραγματικά σταθερή χώρα, κι αυτό δεν επιτυγχάνεται εύκολα. Μην τολμήσετε να σκεφτείτε ότι αυτό που βλέπετε τώρα μπορεί ποτέ να ταρακουνήσει την Αίγυπτο. Ο λαός της Αιγύπτου φοβόταν όταν ο αιγυπτιακός στρατός δεν ήταν μαζί του. Πριν προλάβει κάποιος να σας αγγίζει, θα πεθάνουμε εμείς για λογαριασμό σας. Ο αιγυπτιακός στρατός θα θυσιαστεί για τη Αιγύπτου. Προσέξτε τώρα: Δεν φοβόμαστε τίποτα, εκτός από τον Θεό. Δεν φοβόμαστε ποτέ. Δεν υπάρχει καμιά ανησυχία ή φόβος. Κι όσους σας αγγίζουν, θα τους εξαφανίσουμε από προσώπου γης. Μην ανησυχείτε και μη φοβάστε, ο Θεός είναι μαζί μας από την αρχή ως το τέλος. Η Αίγυπτος θα υπάρχει, πάντα. Η τρομοκρατία πρέπει να εξαφανιστεί, για πάντα».

Εκείνη τη μέρα, κι ενώ τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είχαν κατακλυστεί από εικόνες της καταστροφής και της αιματοχυσίας, με δικαστική απόφαση η Μουσουλμανική Αδελφότητα χαρακτηρίστηκε τρομοκρατική οργάνωση – μια νομική επισημοποίηση του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, μια νομιμοποίηση του κράτους έκτακτης ανάγκης. Παρόλο που δεν συσχετίστηκαν ποτέ οι δράστες της βομβιστικής επίθεσης στη Μανσούρα με την Αδελφότητα, η εν λόγω τρομοκρατική δράση ήταν η απαιτούμενη ρωγμή για τη νομιμοποίηση της καταστολής κάθε αντιπολιτευόμενης φωνής, και για την εκ νέου εδραίωση ενός παντοδύναμου κράτους – μια κατάσταση που την επανεμφάνισή της καλοδέχτηκαν οι παγκόσμιες δυνάμεις, ώστε να διατηρηθεί το αποικιοκρατικό status quo. Η Αδελφότητα επέστρεψε στο παραδοσιακό ρόλο της στην αιγυπτιακή πολιτική σκηνή, παίζοντας το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου, και η ευρέως διαδεδομένη δυσαρέσκεια εκτράπηκε μακριά από το ίδιο το κράτος.

* * *

Στις 30 Ιουνίου του 2013, στην πρώτη επέτειο από την άνοδο στην προεδρία του Μόρσι, συμμετείχα σε μια μικρή διαδήλωση που φώναζε συνθήματα τόσο ενάντια στη Μουσουλμανική Αδελφότητα, όσο και ενάντια στους στρατηγούς. Ο κόσμος μας επιτέθηκε επειδή κριτικάραμε τους στρατιωτικούς. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί είχαν ανακοινώσει ποια συνθήματα υπέρ των στρατιωτικών και των αστυνομικών έπρεπε να χρησιμοποιηθούν, και η κακοφωνία μάς έσπρωξε στο περιθώριο. Τις επόμενες μέρες δούλεψα σκληρά για ένα βίντεο που προσπαθούσε να εξηγήσει τη θέση αυτής της μικρής ομάδας, κάτι που εκ των υστέρων μου φαίνεται απλώς σαν ευσεβής πόθος. Όσο πιο δημοφιλής γινόταν ο στρατός, τόσο περισσότερο ξεθώριαζαν οι θέσεις μας στη λαϊκή συνείδηση.

Η συζήτηση περί τρομοκρατίας έχει ως αποτέλεσμα το διαίρει και βασίλευε. Τους επόμενους μήνες, δεν θεωρήθηκα εχθρός per se, αλλά θεωρήθηκα αντιφρονών αφού δεν τασσόμουν με το μέρος του κατακτητή, και ως εκ τούτου ήμουν στοχοποιημένος. Το τελικό χτύπημα ήρθε τον Νοέμβριο, όταν αυτοί που είχαν αυτοανακηρυχθεί ως αρχές του τόπου έθεσαν εκτός νόμου κάθε μορφή δημόσιας διαμαρτυρίας, ώστε να αποκόψουν τον καθένα από εμάς ξεχωριστά από το πλήθος των εξεγερμένων.

Η ελπίδα στους δρόμους συντρίφτηκε, και τη θέση της πήραν οι υποσχέσεις για ισχύ και και θριάμβους. Η εικόνα ενός ισχυρού αιγυπτιακού κράτους αιχμαλώτισε την επιθυμία πάρα πολλών, φτωχών και πλούσιων. Όλοι μοιράζονταν τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή: Το άγχος ότι η ζωή θα γίνει αφόρητη. Οι άνθρωποι διψούσαν να ενθουσιαστούν με κάτι, για να αντιπαλέψουν την απογοήτευση. Ο εθνικιστικός πυρετός απαιτούσε μια αντι-εικόνα. Το 2013, αυτόν τον ρόλο τον έπαιξαν η Μουσουλμανική Αδελφότητα και οι ξένοι μαχητές τους, ένα ρόλο που το 1925 είχαν παίξει οι μπολσεβίκοι εχθροί και οι Εβραίοι πράκτορές τους.

Όπως ακριβώς, το 1914, η ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού επιχείρησε να αντιταχθεί στις επαναστατικές ιδέες της Γαλλίας του 1789, έτσι και ο ενορχηστρωμένος εορτασμός στις 30 Ιουνίου του 2013 ήταν μια προσπάθεια κόντρα στο ριζοσπαστικό πνεύμα της Αιγύπτου του 2011. Μέσα στον επόμενο μήνα, η λαϊκή εντολή εξουσιοδότησε έναν άνθρωπο να χρησιμοποιήσει κάθε είδους μέσο ενάντια σ’ έναν φανταστικό εχθρό. Είναι το αποκρουστικό μαγικό κόλπο που επιτρέπει στα πλήθη να καλούν την αστυνομία να ξαναπάρει την εξουσία στα χέρια της, τρία μόλις χρόνια αφότου της την είχαν στερήσει. Είναι η τέχνη της πολιτικής: Είναι η τέχνη να κάνεις τους ανθρώπους να ξεχνούν αυτά για τα οποία είχαν παλέψει.

Μετά από μια στιγμή βαθιάς κρίσης, που απειλείται η ίδια η δομή του κράτους, οι υποστηρικτές του πρέπει να κατασκευάσουν μια ευρέως διαδεδομένη σφοδρή επιθυμία στις μάζες, ώστε να διατηρηθεί η ιδέα του ίδιου του κράτους. Ο Μπενίτο Μουσολίνι το έθεσε ως εξής: «Θεμέλιο του φασισμού είναι η αντίληψη για το Κράτος, τον χαρακτήρα του, το καθήκον του, και το σκοπό του. Ο φασισμός αντιλαμβάνεται το Κράτος ως κάτι απόλυτο, σε σύγκριση με το οποίο όλα τα άτομα ή οι ομάδες είναι σχετικά, και γίνονται αντιληπτά μόνο μέσω των σχέσεών τους με το Κράτος.»

Στις 6:45 π.μ., στις 24 Ιανουαρίου του 2014, ξύπνησα με τον ήχο μιας σειράς δυνατών εκρήξεων. Πανικοβλήθηκα, και δεν είχα τρόπο να μάθω από πού προέρχονταν αυτές οι δονήσεις της γης. Γνωστοί τηλεπαρουσιαστές και εκφωνητές του ραδιοφώνου ανακοίνωσαν λίγο αργότερα ότι η πρώτη επίθεση είχε γίνει στο αρχηγείο της αστυνομίας στο κέντρο του Καΐρου, όπου ο καπνός απλωνόταν δυσοίωνα. Η δεύτερη βόμβα είχε τοποθετηθεί σε ένα αστυνομικό τμήμα στην άλλη όχθη του ποταμού. Οι εκρήξεις ακούστηκαν σε κάθε γωνιά της ευρύτερης αστικής περιοχής.

Το επόμενο πρωί ήταν η τρίτη επέτειος της επανάστασης, και ένα άγνωστο σύνθημα πλημμύρισε την πλατεία:

الشعب يريد إثبات النظام – Ο κόσμος θέλει επιβεβαίωση του καθεστώτος.

* * *

Ο στρατηγός Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι εισήγαγε την ορολογία της τρομοκρατίας στο δημόσιο λόγο μόνο μετά το πραξικόπημα, και μόνον αφότου τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που στήριζαν τους στρατιωτικούς άρχισαν να παρουσιάζουν τους σαστισμένους υποστηρικτές της Μουσουλμανικής Αδελφότητας ως ένοπλους, και τους ηγέτες τους ως συνοδοιπόρους της Αλ Κάιντα. Ο λόγος περί τρομοκρατίας οδήγησε την κατηγορία του εχθρού στα άκρα της: Όρισε τον στρατό και την αστυνομία ως νόμιμους κρατικούς φορείς, απέναντι σ’ έναν παράνομο, μη-κρατικό παράγοντα, αυτόν της Αδελφότητας. Χαρακτηρίζοντας τρομοκρατική οργάνωση την Αδελφότητα, ο στρατηγός Σίσι μιμούνταν τα λεκτικά-νομικά παιχνίδια του αμερικανού προστάτη του, εμπνευσμένα κι αυτά με τη σειρά τους από τις σιωνιστικές δυνάμεις κατοχής της Παλαιστίνης – τακτικές που αποτελούν παραλλαγές των σημασιολογικών στρεβλώσεων που καμουφλάρουν παντού την αποικιοκρατική βία. Η στάση του Σίσι ήταν ευανάγνωστη απ’ όλες τις κυβερνήσεις ανά τον κόσμο. Παρόλο που κάποιοι εκπρόσωποι κρατών ψέλλισαν μια κριτική για τη βία που στρεφόταν κατά της Αδελφότητας, οι συνεχιζόμενες διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις τους με την Αίγυπτο αποκάλυψαν την υποκρισία τους.

Η μεγεθυμένη απειλή που κατασκεύασε η συζήτηση περί τρομοκρατίας, ήταν μια δύναμη τόσο ισχυρή που άφησε άναυδο τον πληθυσμό, κρύβοντας την πραγματική τρομοκρατία των διογκούμενων τιμών των τροφίμων, της αστυνομικής βίας, και ενός σύστηματος δικαίου που υπάρχει απλώς και μόνο για τη μακροημέρευση της δικιάς του κυριαρχίας. Ένας απειλητικός, ξένος κίνδυνος ανάμεσά μας αντικατέστησε την επιθυμία για βελτίωση με την επιθυμία για συντήρηση, μέσα σε πανηγύρια εθνικισμού και πατριωτισμού. Ο δυϊσμός του καλού και του κακού, της τρομοκρατίας και της ασφάλειας επιβεβαιώνουν έναν οικείο κόσμο και καθησυχάζουν μπροστά σε μια απρόβλεπτη πραγματικότητα.

Ήταν επείγουσα ανάγκη να κατηγορηθεί κάποιος για τρομοκρατία λόγω της συσσωρευμένης δυναμικής μετά την 28η Ιανουαρίου του 2011, όπου οι εξοργισμένοι άνθρωποι έστρεψαν το βλέμμα τους στους θεσμούς του ίδιου του κράτους. Μια πολιτική μαζικής εξαθλίωσης είχε οδηγήσει στη λαϊκή απόρριψη του κράτους αστυνόμευσης, και στην ανάδυση μιας κοινότητας γύρω από την επιθυμία για μια καλύτερη ζωή. Η επιθυμία μας γι’ αυτή την κοινότητα αποκρυσταλλώθηκε κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεών μας, κι έτσι αυτές οι διαδηλώσεις έπρεπε να εκτραπούν.

Η διασπορά φόβου προσπάθησε να μετατρέψει τον καθένα από εμάς σε μονάδα, μέσα στα πλαίσια ενός φανταστικού έθνους. Πίσω από την κρατική βία υπάρχει ένα απλό ισοδύναμο: Η διαιώνιση του ίδιου του κράτους. Οι πειθαρχικοί θεσμοί του κράτους δεν διδάσκουν αυτά τα προμηνύματα. Οι άνθρωποι που διαμαρτύρονται τα μαθαίνουν πάνω στα κορμιά τους, την ώρα που εξεγείρεται.

Για τη βία

Το πρωί της 25ης Ιανουαρίου του 2011, μικρές ομάδες περνούσαν μέσα από τη συνοικία της Imbaba. Δεν κατευθύνονταν προς την πλατεία Ταχρίρ, αλλά περιφέρονταν στους γεμάτους σκουπίδια δρόμους της προπαγανδίζοντας τις πορείες που είχαν προγραμματιστεί για τις 28 Ιανουαρίου, για την Παρασκευή της Οργής. Τα συνθήματά τους γέμιζαν κουράγιο στις καρδιές εκείνων που τους άκουγαν, έφταναν ως την τετριμμένη απομόνωση των καφετεριών, περνούσαν μέσα από τα ραγισμένα παράθυρα κι έφταναν σε κουζίνες και σαλόνια. Οι ενσώματοι φορείς τους στο δρόμο επέτρεψαν να μετατραπούν οι προσωπικές μάχες ενάντιαστο φόβο σε μια συλλογική μάχη.

الشعب يريد إسقاط النظام – Οι άνθρωποι θέλουν να ανατραπεί το καθεστώς.

Για να αντιδράσουμε στην άρνηση του κράτους να αναγνωρίσει την κτηνωδία των δομών του, στην πραγματικότητά του πρέπει να αντιπαραθέσουμε βίαια τη δικιά μας πραγματικότητα. Στα γκλομπς, τις σφαίρες και τα δακρυγόνα αντιπαρατεθήκαμε με συνθήματα, πέτρες και μολότοφ. Μόνον όταν η φαντασία μετασχηματίζεται σε σωματική κίνηση, μπορούμε να αντισταθούμε στο φόβο. Το πιο ισχυρό όπλο του εξεγερμένου πλήθους είναι το μέγεθός του. Η συλλογικότητα κάνει δυνατή την αντίσταση. Η αντιμετώπιση της κτηνωδίας με βία ραγίζει το προσωπείο των εγκληματικών αλλά νόμιμων δομών της εξουσίας.

Ο Ιανουάριος του 2011 έφερε μαζί του μια στιγμή διαύγειας, επιτρέποντας τη συλλογική συγκέντρωση θάρρους ώστε να αντιμετωπιστεί η συνηθισμένη, καθημερινή τρομοκρατία του κράτους.

الشعب يريد إسقاط النظام – Οι άνθρωποι θέλουν να ανατραπεί το καθεστώς.

Ένας βρυχηθμός στο δρόμο καταβρόχθιζε την αηδία που σε μουδιάζει, έναν μηχανισμό άμυνας ενάντια στην καταπίεση.

الشعب يريد إسقاط النظام – Οι άνθρωποι θέλουν να ανατραπεί το καθεστώς.

Η επιθυμία αυτού του πλήθους, επέτρεψε στη φαντασία να καλπάσει ασυγκράτητη.

الشعب يريد إسقاط النظام. – Οι άνθρωποι θέλουν να ανατραπεί το καθεστώς.

Μια κοινότητα που δεν υποκινήθηκε από φευγαλέους δεσμούς με το έθνος, τη θρησκευτική πίστη ή τα πάτρια εδάφη, αλλά από μια κοινή επιθυμία να ανατραπεί αυτό το καθεστώς. Μια βαθιά συναισθηματική αμφισβήτηση πυροδοτήθηκε.

الشعب يريد إسقاط النظام – Οι άνθρωποι θέλουν να ανατραπεί το καθεστώς.

Στις 30 Ιανουαρίου του 2011, βιντεοσκόπησα έναν άνδρα στην πλατεία Ταχρίρ. «Σου ορκίζομαι ότι περνούσα από εδώ και φοβόμουν. Σήμερα, κοίτα, σουλατσάρω στη χώρα μου, μπορώ να καθίσω, να κοιμηθώ, να περπατήσω. Σουλατσάρω ελεύθερα. Νιώθω ασφαλής. Πρέπει άραγε να νιώθω ασφαλής αυτές τις μέρες, ή αυτές οι μέρες υποτίθεται ότι είναι μέρες φόβου; Οι άνδρες του Υπουργείου Εσωτερικών μάς αντιμετωπίζουν σαν εγκληματίες».

Δύο ημέρες νωρίτερα, αυτό το συναίσθημα είχε μετασχηματιστεί σε δράση: Είχαν καεί πάνω από ενενήντα αστυνομικά τμήματα, είχαν ανοίξει φυλακές, είχαν πυρποληθεί τα κεντρικά γραφεία του κυβερνώντος κόμματος.

Στη συγκέντρωση των ανθρώπων βρίσκεται η πιθανότητα να τραυματιστεί βαθιά η εξουσία του μύθου, που έχει κατασκευαστεί από το πειθαρχικό σύστημα – στο σπίτι, στο σχολείο, στο τζαμί, στην εκκλησία, στο πανεπιστήμιο και στο χώρο εργασίας. Στη συγκέντρωση, η πειθαρχία διαλύεται και προετοιμαζόμαστε για μάχη, για μια σύγκρουση διαφορετικών συμφερόντων. Μέσα στο πλήθος αναδύεται μια διαφορετικού τύπου αλληλεγγύη: Ένας συνδυασμός δυνάμεων και πνευμάτων, μια αντιπαράθεση με τις δυνάμεις που μας κρατούν υποδουλωμένους, μια βίαιη αλληλεγγύη με σκοπό τη μάχη ενάντια στις πειθαρχικές αρχές. Μια νέα, υποσυνείδητη δυναμική αναδύεται τις στιγμές που η φούσκα της ομαλότητας είναι διάτρητη. Το σώμα είναι αυτό που παράγει τη σκέψη και, με τον συνδυασμό των σωμάτων του διαμαρτυρόμενου πλήθους, φανερώνονται ξεκάθαρα οι ρίζες της εξέγερσης: Αν το κράτος στηρίζει αυτή την κτηνωδία, πρέπει να απορριφθεί. Ένα σώμα ανθρώπων επιδιώκει μια κοινότητα διαφορετικού τύπου – άγνωστη, αλλά εντελώς διαφορετική από αυτή στην οποία ζει τώρα. Προς το παρόν, η κοινότητα έχει σχηματιστεί -απίστευτα εύθραυστα- από την ίδια την επιθυμία.

Η απόλυτη τρομοκρατία

Τον Μάρτιο του 2013, η αστυνομία απήγαγε τον Καρίμ καθώς έβγαινε από το μετρό για να πάει να επισκεφθεί την αδελφή του. Κάποιοι με στολή, και κάποιοι χωρίς στολή, τον κυνήγησαν σ’ ένα σοκάκι και τον έπιασαν. Με τη γωνία του ματιού του, ο Καρίμ είδε έναν φίλο στην απέναντι πλευρά του δρόμου – κι αυτός ήξερε πού θα τον πήγαιναν. Σ’ ένα αστυνομικό τμήμα, στο τέλος του δρόμου, η αστυνομία τον άφησε να τρέμει όλη τη νύχτα, μετά από απειλές και ξυλοδαρμό. Την επόμενη μέρα, τον κρέμασαν από το ταβάνι με δεμένα ψηλά τα χέρια και τον βίασαν με ένα παλούκι. Τον θεωρούσαν ύποπτο για την κλοπή ενός όπλου της αστυνομίας από ένα όχημά τους κατά τη διάρκεια συγκρούσεων με τις δυνάμεις ασφαλείας το προηγούμενο βράδυ. Τρεις ημέρες αργότερα, τον άφησαν ελεύθερο. Για βδομάδες, οι μύες στο αριστερό του πόδι είχαν παγώσει σχεδόν, σαν να ήταν σε γύψο. Πολλοί από όσους έχουν περάσει τα χειρότερα είδη βασανιστηρίων, ζουν μετά σαν ασφαλίτες, όπως ο παλιός φίλος του Καρίμ που στεκόταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου.

Η συνεχής στροφή στην κτηνωδία, ανεξαρτήτως κυβέρνησης, δείχνει ότι ο κρατικός μηχανισμός δεν είναι υπερασπίζεται μόνο το κόμμα που είναι στην εξουσία, αλλά την ίδια την εξουσία. Το εύρος της χρήσης βίας από τους κρατικούς φορείς αποκαλύπτει την αδυναμία του συστήματος. Με κάθε απάνθρωπο χτύπημα στον βασανιζόμενο, με κάθε κάψιμο του δέρματός του, ο φόβος του βασανιστή πολλαπλασιάζεται. Σ’ αυτή την κατάσταση πανικού, οι στρατιώτες φιλοδοξούν να διατηρήσουν το κράτος, όπως και οι αποικιοκράτες πριν από αυτούς. Ακόμα και στις μέρες μας, ο Καρίμ βασανίστηκε σ’ ένα αστυνομικό τμήμα με βικτοριανή αρχιτεκτονική. Μια εξέγερση ενάντια στις αιγυπτιακές ελίτ αποτελεί προσβολή για τις παγκόσμιες δομές εξουσίας, ανάμεσα στις οποίες το αιγυπτιακό κράτος παίζει μόνον ένα μικρό ρόλο σ’ ένα πολύ ευρύτερο σύνολο.

* * *

Η σημασία αυτών των ιστοριών έγκειται στον εντοπισμό των αναρίθμητων πρώτων γραμμών στη μάχη για την ίδια τη ζωή. Ο ρόλος του κράτους ως φορέα μιας αποικιοκρατικής λογικής είναι η διατήρηση της εξουσίας των λίγων και η υποταγή των υπολοίπων. Όταν η αποικιοκρατική λογική δεν είναι πλέον απλώς ένα μοντέλο της εξουσίας, αλλά αποτελεί κομμάτι της ίδιας της φτιαξιάς μας, τότε είναι παρούσα στον πυρήνα της ύπαρξής μας, στη σφαίρα της επιθυμίας, εκεί όπου πραγματοποιείται η βαθύτερη μάχη με την εξουσία.

Εξέγερση αμφισβητεί το μύθο και τον δημιουργό του, και -μέσω της σωματικής δράσης- φαντάζεται ότι ένας διαφορετικός κόσμος είναι εφικτός. Είναι μια ελπίδα γεννημένη από τη σκέψη μας. Οι λέξεις απόμειναν γυμνές, τα ίχνη τους ξέφτισαν καθώς οι στρατιώτες μας χτυπούσαν και, χρησιμοποιώντας το εργαλείο της τρομοκρατίας, έραψαν μια νωπή πληγή, που απλώς θα κακοφορμίσει και θα εξαπλωθεί. Η κατασκευή κι άλλων φυλακών, η επιβολή νέων νόμων που κάνουν παράνομες τις συγκεντρώσεις, και η διάδοση φασιστικών ιδεών, ενώ την ίδια στιγμή μάς πνίγουν στη λιτότητα – όλα αυτά αυξάνουν τις πιθανότητες, η επερχόμενη μάχη θα είναι εντονότερη. Οι συγκεντρώσεις μας, που έκαναν το σύστημα να παραπαίει, ήταν απλώς μια αρχή. Είναι ένας αγώνας το να καταφέρεις να δεις τον κόσμο έξω από τους περιορισμούς της αποικιοκρατούμενης φαντασίας σου. Το 2011 ήταν το έτος της οδυνηρής αρχής μιας κοινότητας, που σχηματίστηκε επειδή ταυτίστηκαν οι επιθυμίες μας να συντρίψουμε το οικείο. Η ενσώματη πραγματικοτητα αυτής της μάχης αφαίρεσε ζωές, κι άφησε πίσω της εξάντληση, ουλές και πένθος. Παρότι είμαστε τόσο αποδυναμωμένοι, οι επιθυμίες που γέννησε η φαντασία μας παραμένουν.

سيسقط النظام – Αυτό το σύστημα θα πέσει.

11 Φεβ 2016

Αναδημοσίευση από https://athens.indymedia.org/post/1555461

Μετάφραση από
https://libcom.org/news/fear-everyday-state-egypt-revolution-11022016

Trả lời

Email của bạn sẽ không được hiển thị công khai. Các trường bắt buộc được đánh dấu *