[…] Για χρόνια οι ασθενείς αυτοί (του λεγόμενου «πρώην 7ου») είναι διαρκώς μηχανικά καθηλωμένοι, χωρίς κανένα θεραπευτικό πλάνο, με τους εφημερεύοντες γιατρούς να καλούνται απλώς να επικυρώσουν την ήδη γραπτή και διαρκώς ισχύουσα οδηγία […]

Και, φυσικά, υπήρξαν και συγκεκριμένες γραπτές προτάσεις για το πώς θα εισάγονταν, σ΄ αυτή την απάνθρωπη και απανθρωποποιητική αποθήκη, θεραπευτικές και αποκαταστασιακές διαδικασίες με στόχο το ξεπέρασμα/κατάργησή της και την μετάβαση των εγκλείστων σε εξωνοσοκομειακές στεγαστικές δομές – κάτι απόλυτα εφικτά αλλά δαπανηρό (ο ιμάντας είναι πιο φτηνός) και, ταυτόχρονα, έξω από την επικρατούσα ψυχιατρική κουλτούρα και πρακτική στο ΨΝΑ – και όχι μόνο…

Ακόμα και η Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία, σιγοντάροντας το καθεστώς που ευθύνεται για τον θάνατο αυτών των ασθενών (όπως και δεκάδων άλλων από πολλά χρόνια), χαρακτήρισε υποκριτές όσους τάσσονται ενάντια στη βάρβαρη πρακτική των μηχανικών καθηλώσεων, αν και ξέρει ότι μπορεί να υπάρξει Ψυχιατρική που μπορεί να ασκείται με «ανοικτές πόρτες και χωρίς μηχανικές καθηλώσεις» – αλλά όχι βέβαια η Ψυχιατρική που ασκείται από και υπό την αιγίδα της ΕΨΕ. […] […] Επικεντρώνουν όλοι και προβάλουν το ζήτημα των τραγικών ελλείψεων σε προσωπικό. Είναι σαφές ότι αυτό παίζει κομβικό ρόλο. Κάνει την κόπωση του εναπομείναντος προσωπικού να οδηγεί σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Ωστόσο, η ιδρυματική βία δεν γεννήθηκε τώρα – είναι ένα εγγενές, δομικό χαρακτηριστικό του ιδρύματος. Υπήρχε πάντα. Η επάρκεια του προσωπικού είναι μια εκ των ουκ άνευ προϋποθέσεων για μια θεραπευτική διαδικασία – είναι, ωστόσο, μια αναγκαία, αλλά όχι και επαρκής προϋπόθεση. Η βία υπήρχε και όταν το προσωπικό ήταν επαρκές. Είναι και ήταν ανέκαθεν ο τρόπος για την πειθαρχική, επαρκή και αποτελεσματική λειτουργία του ολοπαγούς ιδρύματος.

Το λεγόμενο «πρώην 7ο», οι ολημερίς και δια βίου καθηλωμένοι τρόφιμοι, δεν είναι προϊόν του μνημονίου και της κρίσης. Υπήρχε από πάντα, όπως και οι γνωστές αντίστοιχες συνθήκες σε όλα τα τμήματα και σε όλα τα ψυχιατρεία και τις ψυχιατρικές κλινικές των γενικών νοσοκομείων. Είναι προϊόν της κυρίαρχης Ψυχιατρικής. Αυτό που γίνεται τώρα, είναι ότι, με τα διαδοχικά μνημόνια, η ιδρυματική επάρκεια του κλειστού ολοπαγούς ιδρύματος έχει καταρρεύσει και το σύστημα εκρήγνυται, με τραγικές συνέπειες για τις ζωές των ασθενών […] […] Μόνη λύση είναι το άνοιγμα δρόμων προς ένα κοινό μέτωπο των εργαζομένων, των ασθενών, των οικογενειών και των κοινωνικών κινημάτων για μιαν «άλλη» ψυχιατρική κουλτούρα και πρακτική, που θα σέβεται τον ψυχικά πάσχοντα ως υποκείμενο και ως ισότιμο συνομιλητή, στον κοινό αγώνα ενάντια στο σύστημα που παράγει την οδύνη και απεργάζεται την καταστροφή όλων.

Να απαιτηθούν και να διεκδικηθούν μαζικές προσλήψεις προσωπικού, άνοιγμα του ψυχιατρείου στην κοινότητα, κατάργηση των κατασταλτικών μεθόδων, των μηχανικών καθηλώσεων και της κλειδωμένης πόρτας, απόρριψη των καμερών και των απομονώσεων, συνειδητοποιώντας ότι ο μόνος τρόπος για ν΄ αποφευχθούν άλλα χειρότερα, είναι ο κοινός αγώνας για την αμοιβαία χειραφέτηση ασθενών και προσωπικού.

Εκτενή αποσπάσματα από την ανακοίνωση της Πανελλαδικής Συσπείρωσης για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση, 7 Σεπτεμβρίου 2015

*

Την Παρασκευή 4/9/2015 οι καπνοί από τη φωτιά στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο στο Δαφνί, έφτασαν στα σπίτια όλων μας, μέσα από τις οθόνες των τηλεοράσεων και των υπολογιστών. Όλοι ρίγησαν, στενοχωρήθηκαν, τσαντίστηκαν, και μετά άλλαξαν κανάλι. Γιατί μπορούσαν. Γιατί δεν ήταν ούτε δεμένοι, ούτε κλειδωμένοι. Γιατί κανένας νόμος, καμία επιστημονική διάγνωση δεν τους ανάγκαζε να μην έχουν επιλογή. Αντίθετα, 3 άνθρωποι σκοτώθηκαν (δεν πέθαναν απλώς). Γιατί εκείνοι όχι απλώς δεν μπόρεσαν, αλλά δεν τους επιτρεπόταν να κάνουν αλλιώς. Δεμένοι στα κρεβάτια τους για μήνες, κλειδωμένοι στα δωμάτιά τους, μόνοι. Αποστερημένοι από τη θεμελιώδη για την επιβίωση συνθήκη της ατομικής τους αυτονομίας, με τη σφραγίδα του κράτους και των θεσμών του, με τη βούλα της επιστήμης και με την ηθική νομιμοποίηση της κοινωνίας. Γιατί αυτοί οι 3 ήταν «επικίνδυνοι», το είπαν άλλωστε κι οι γιατροί. Εμείς γιατροί δεν είμαστε. Αλλά αν όλο αυτό δεν είναι τρελό τότε τι είναι;

Είναι ο τρόπος που από τη δημιουργία του το κράτος επιλέγει να διαχειρίζεται τα προβλήματά του. Ρυθμίζοντάς τα νομικά, ελέγχοντάς τα θεσμικά και ορίζοντας τρόπους κατασταλτικής διαχείρισής τους. Γιατί το ζήτημα της δημόσιας υγείας είναι στην πραγματικότητα για το κράτος ζήτημα δημόσιας τάξης. Γιατί το πραγματικό του πρόβλημα είναι οι από τα κάτω ταξικά προσδιορισμένοι, οι «επικίνδυνοι», οι «τρελοί» και το πώς θα τους διαχειρίζεται και θα τους καταστέλλει. Γιατί μπορεί η ασθένεια να είναι διαταξική, η «θεραπεία» όμως έχει ταξικό πρόσημο. Γι’ αυτόν και για κανέναν άλλο λόγο η αποασυλοποίηση είναι στην πραγματικότητα αποχρηματοδότηση. Οι ανασφάλιστοι και οι φτωχοί «τρελοί» κοστίζουν. Όχι μόνο σε φάρμακα και θεραπεία, αλλά και σε φροντίδα. Άστους εκεί κλειδωμένους και δεμένους, να περιμένουν τη θανατική τους καταδίκη, γιατί όλα τα άλλα κοστίζουν.

Είναι επίσης ο τρόπος που η επιστήμη, έπαιξε διαχρονικά τον θεσμικό της ρόλο στην επίτευξη του κοινωνικού ελέγχου, στη διαχείριση δηλαδή των προβλημάτων του κράτους. Η ψυχιατρική, μέσα από το δογματικό στόμα του «ειδικού» όριζε από την γέννησή της το τι σημαίνει κανονικό και τι μη-κανονικό, τι σημαίνει υγιές και τι σημαίνει νοσηρό, τι σημαίνει θεραπεία. Έτσι ανάλογα με τα κοινωνικά ήθη, έβγαζε και τις διαγνώσεις. Ανάλογα με την τεχνολογική εξέλιξη και τη χρηματοδότηση, έβγαζε τις θεραπείες. Τι κι αν έκανε λάθη, λάθη γίνονται. Δεν έγινε και τίποτα που τα λάθη μετριούνται σε εκατομμύρια νεκρούς, βασανισμένους και ακρωτηριασμένους ανθρώπους. Τι κι αν πέρασαν τη ζωή τους μέσα στα ψυχιατρεία οι γυναίκες, οι ερωτευμένοι νέοι, οι ομοφυλόφιλοι, οι άεργοι και οι άνεργοι, οι περιθωριακοί, οι σκλάβοι, οι πολιτικά αντιφρονούντες. Τι κι αν οι θεραπείες ήταν εγκλεισμός, απομόνωση, φάρμακα, δεσίματα, ηλεκτροσόκ, λοβοτομές, ευνουχισμοί. Κι αν όλα αυτά μοιάζουν με αρχαία ιστορία, ας κοιτάξει κανείς τι είδους διαταραχές ορίζονται στις μέρες μας, τι θεραπείες εφαρμόζονται, πόσοι νεκροί προστίθενται στη λίστα.

Είναι τέλος, ο τρόπος που λειτουργούν τα πράγματα, ανάλογα με το ποιος είσαι, από πού είσαι, πόσα λεφτά και τι κοινωνικές σχέσεις έχεις. Είναι η εικόνα του τι συμβαίνει όταν είσαι στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας. Όταν για σένα νοιάζονται μόνο αν ο θάνατός σου προκαλεί φρίκη, δεμένος σε ένα κρεβάτι ή ξεβρασμένος σε μια παραλία. Και μόνο όταν αυτό γίνει γνωστό, μόνο όταν δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από κάγκελα και τοίχους ή πίσω από την απόσταση των χιλιομέτρων. Καμιά κουβέντα για το τι συνέβαινε όταν ήσουν ζωντανός. Γιατί αν δεν καταφέρει η λυπηρή σου ιστορία να φτάσει στην οθόνη του σπιτιού μας, για σένα αρμόδιοι είναι οι ειδικοί. Ό,τι στολή κι αν φοράνε. Εμείς γιατροί δεν είμαστε. Αλλά αν το κράτος, οι θεσμοί, η επιστήμη και η κοινωνία θεωρούν ότι αυτή η πραγματικότητα είναι υγιής, τότε εμείς είμαστε όλοι τρελοί!

Κείμενο που μοιράστηκε από την Κατάληψη “Παπουτσάδικο” κατά την διάρκεια της πορείας ενάντια ενάντια στον ψυχιατρικό ολοκληρωτισμό που πραγματοποιήθηκε στις 24/9 στο Χαϊδάρι.

Trả lời

Email của bạn sẽ không được hiển thị công khai. Các trường bắt buộc được đánh dấu *